Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι μία σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ιογενής λοίμωξη, η οποία προκαλείται από τον Ιό του απλού έρπη (HSV-Herpes Simplex Virus) τύπου 1 (HSV 1) και 2 (HSV 2). Ανήκει δηλαδή στα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (Σ.Μ.Ν.) ή Sexually Transmitted Diseases (STDs).
Ο HSV 2 αποτελεί την κύρια αιτία του έρπητα των γεννητικών οργάνων, ενώ ο HSV 1 προκαλεί κυρίως, τον επιχείλιο έρπη.
Ωστόσο, την τελευταία ιδιαίτερα δεκαπενταετία, παρατηρείται αύξηση των περιπτώσεων ερπήτων γεννητικών οργάνων που προκαλούνται από τον HSV 1. Αυτή η αύξηση οφείλεται εν μέρει:
- στη μειωμένη μετάδοση του HSV 1 κατά την παιδική ηλικία, η οποία οδηγεί σε μεγαλύτερο αριθμό εφήβων και ενηλίκων πλέον, ευάλωτων στη λοίμωξη και
- στην αύξηση των στοματογεννητικών επαφών στους νεαρούς ενηλίκους, οι οποίοι θεωρούν τη σεξουαλική αυτή επαφή ασφαλέστερη.
Σε ότι αφορά τις επιπτώσεις του, ο έρπης των γεννητικών οργάνων:
Διαταράσσει την ψυχολογία και τη σεξουαλική ζωή των πασχόντων, γυναικών και ανδρών, ιδιαίτερα όταν υποτροπιάζει συχνά. Μπορεί να μεταδοθεί κάθετα από τη μητέρα στο παιδί κατά την κύηση και τον τοκετό. Ο νεογνικός έρπης ενδέχεται να οδηγήσει σε νευρολογικές επιπλοκές ή και στο θάνατο του νεογνού, ακόμη και αν η θεραπευτική αγωγή αρχίσει έγκαιρα. Τριπλασιάζει τον κίνδυνο μετάδοσης της HIV λοίμωξης (AIDS).
Επιδημιολογία
Στις ΗΠΑ, 50.000.000 άτομα είναι οροθετικοί για τον HSV 2, εύρημα που καθιστά τον έρπη των γεννητικών οργάνων το συχνότερο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα από πλευράς επιπολασμού. Στην ίδια χώρα, η επίπτωση υπολογίζεται σε 1.000.000 νέες λοιμώξεις το χρόνο. Παράγοντες κινδύνου για τη μετάδοση του έρπη των γεννητικών οργάνων αποτελούν: Ο μεγάλος αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων, το ατομικό ιστορικό άλλων Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων (STDs) και η έναρξη της σεξουαλικής ζωής σε νεαρή ηλικία.
Μελέτες έχουν δείξει ότι μόνο το 10%-25% των οροθετικών για τον HSV 2 ατόμων, είναι ενήμεροι για τη λοίμωξη από την οποία πάσχουν. Αυτό οφείλεται στο ότι, πολλές φορές, η λοίμωξη είναι τελείως ασυμπτωματική ή εκδηλώνεται με άτυπη κλινική εικόνα, οπότε δεν γίνεται η σωστή διάγνωση.
Η μετάδοση του έρπητα των γεννητικών οργάνων είναι δυνατή ακόμα και όταν δεν υπάρχουν κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης.
Στις περιπτώσεις αυτές η μετάδοση οφείλεται σε ασυμπτωματική απόπτωση του ιού. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι μεγαλύτερος από άνδρες σε γυναίκες, απ’ ότι από γυναίκες σε άνδρες. Προηγούμενη λοίμωξη από τον HSV 1 μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του HSV 2. Η χρήση προφυλακτικού μειώνει, επίσης, την πιθανότητα μετάδοσης του HSV 2.
Καταλαβαίνουμε, ότι μία λοίμωξη επιμένει, είτε γιατί ο αιτιολογικός/οί παράγοντας/ντες δεν έχει/έχουν εντοπιστεί με ακρίβεια, άρα δεν έχει αντιμετωπιστεί θεραπευτικά σωστά (υποθεραπεία) και αυτό συμβαίνει γιατί πολλές φορές εκτός του έρπητα, έχουμε και επιπλέον υπεύθυνους παράγοντες, είτε λόγω πτώσης του Ανοσοποιητικού συστήματος, οπότε ο οργανισμός δεν ανταποκρίνεται με επάρκεια. Η πιθανότητα μόνιμων βλαβών στην περιοχή αυξάνεται δραματικά. Έτσι η οποιαδήποτε αρχικά καλοήθης κατάσταση, μπορεί να αντιστραφεί, λόγω χρονιότητας της φλεγμονής.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι η περίπτωση πολλαπλών υποτροπών, δηλαδή λοιμώξεων οι οποίες παροδικά υποχωρούν μετά από οποιοδήποτε θεραπευτικό σχήμα, ενώ στην συνέχεια επανεμφανίζονται και μάλιστα με πιο έντονα συμπτώματα, είναι ένας επιπλέον επιβαρυντικός παράγων σε όλα τα ανωτέρω και αποτελεί σαφή ένδειξη μείωσης της φυσικής άμυνας του οργανισμού (ανεπαρκής λειτουργία Ανοσοποιητικού Συστήματος).
Θεραπευτική Αντιμετώπιση Φλεγμονών Γεννητικών Οργάνων
Την τελευταία δεκαετία ωστόσο, η Ιατρική γνώση και η Ιατρική Τεχνολογία διευρύνονται συνεχώς με τις ραγδαίες εξελίξεις, τόσο στην Μοριακή Διαγνωστική (υψηλή διαγνωστική ακρίβεια) όσο και στην στοχευμένη Θεραπευτική παρέμβαση, για την πρόληψη και αντιμετώπιση των λοιμώξεων. Οι Γυναίκες λοιπόν, μόλις αντιλαμβάνονται ότι στην περιοχή των γεννητικών οργάνων υπάρχουν συμπτώματα όπως, αλλοιώσεις ή παράξενα σημάδια στο δέρμα, κνησμός, δύσοσμα υγρά ή ερυθρότητα, θα πρέπει να απευθύνονται άμεσα σε Γυναικολόγο.
Στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου και σωστά δομημένου Γυναικολογικού Ιατρείου, θα πρέπει να διενεργούνται, εξειδικευμένες και πλήρεις Καλλιέργειες κολπικών, εξωτραχηλικών και ενδοτραχηλικών επιχρισμάτων, Μοριακοί και Πυρηνικοί έλεγχοι (PCR) και ειδικές εξετάσεις σε σχέση με την συνολικότερη κατάσταση του οργανισμού (τύπου Bio 4h), κατά την κρίση του Γυναικολόγου. Επιπλέον θα πρέπει να διενεργείται Μοριακή Διαγνωστική, ενώ με την ταυτόχρονη χρήση της πλέον υψηλής Ιατρικής Απεικονιστικής Τεχνολογίας στον τομέα της κολποσκόπησης, αυτήν της Ψηφιακής Κολποσκόπησης DYSIS, απεικονίζονται, καταγράφονται και ανιχνεύονται όλες οι πιθανές βλάβες, αλλοιώσεις, άρχουσες και μη, από την πρώτη κιόλας επίσκεψη.
Η διάγνωση βάσει των εξειδικευμένων εξετάσεων αλλά και η Ιατρική Τεχνολογία του Ψηφιακού Κολποσκοπίου, βοηθούν τον θεράποντα Ιατρό, στο να εντοπίσει αλλά και να θεραπεύσει στοχευμένα και οριστικά, την οποιαδήποτε λοίμωξη στην περιοχή των έσω και έξω γεννητικών οργάνων, ξεκάθαρα και αντικειμενικά. Επιπλέον να καλύψει θεραπευτικά την ασθενή και το σύντροφό της, για οποιαδήποτε περίπτωση πιθανής υποτροπής ή βλάβης στο μέλλον, δίνοντας οριστική λύση.
Η στρατηγική της ανωτέρω Θεραπευτικής προσέγγισης είναι διττή. Αφενός έχουμε την ικανότητα για στοχευμένη θεραπεία στον ή στους παράγοντες που προκάλεσαν την φλεγμονή, και αφετέρου καλύπτουμε την ασθενή, έτσι ώστε να μην υποτροπιάσει ποτέ ξανά.
Να είστε καλά
Dr. Κυριάκος Τίγκας, M.D.
Χειρουργός Γυναικολόγος – Μαιευτήρας
Εξειδίκευση σε : Χειρουργική Γυναικολογική Ογκολογία,
Χειρουργική Μαστού, Ορμονική Αποκατάσταση με Βιομιμητικές Ορμόνες
Λειτουργική, Αναγεννητική, Αντιγηραντική και Προληπτική Ιατρική