Ο όρος “τραχηλίτιδα” αναφέρεται σε φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας. Η φλεγμονή μπορεί να αφορά τον ενδοτράχηλο και τα κύτταρα του μονόστιβου κυλινδρικού επιθηλίου των ενδοτραχηλικών αδένων, όμως μπορεί να προσβάλει και το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο στον εξωτράχηλο, το οποίο είναι άμεση συνέχεια του επιθηλίου του κόλπου. Η φλεγμονή μπορεί να συνοδεύεται από αιδοιοκολπίτιδα. Η κύρια νοσηρότητα αφορά την ανιούσα λοίμωξη στη μήτρα και στα εξαρτήματα (φλεγμονώδης νόσος της πυέλου – Φ.Ν.Π.), η οποία οδηγεί σε χρόνιο κοιλιακό άλγος και στειρότητα.
Cervicities-Φλεγμονές τραχήλου
Μικροβιολογία-Αιτιολογία
Βλεννοπυώδης έκκριση και έντονη περίπτωση χλαμυδιακής λοίμωξης
Σε μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων δεν ανευρίσκεται συγκεκριμένο αίτιο. Τα συχνότερα αίτια είναι οι μικροοργανισμοί Chlamydia trachomatis και Neisseria gonorrhoeae (γονόκοκκος), με συχνότερη τη χλαμυδιακή λοίμωξη. Μικρό ποσοστό ασθενών με λοιμώξεις από C. trachomatis ή γονόκοκκο αναπτύσσει τραχηλίτιδα. Σε λίγες περιπτώσεις, ευθύνεται λοίμωξη με απλό έρπητα (Herpes simplex virus – HSV) ή τριχομονάδα, τα οποία προσβάλλουν κυρίως το πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο του εξωτραχήλου. Σπανιότερα ενοχοποιούνται άλλα παθογόνα, όπως οι στρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β), ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV), το Mycoplasma genitalium και η “βακτηριακή κόλπωση” (bacterial vaginosis).
Ο ρόλος του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (Human Papilloma Virus – HPV) σε οξεία τραχηλίτιδα δεν έχει ξεκαθαριστεί.
Στον ακόλουθο πίνακα, αναφέρονται συνοπτικά, τα αίτια τραχηλίτιδας και κολπίτιδας
Αίτια τραχηλίτιδας και κολπίτιδας / αυξημένης κολπικής εκκρίσεως
Τραχηλίτιδα
Κολπίτιδα/Κολπική έκκριση
Λοιμώδη αίτια
• Chlamydia trachomatis
(Trichomonas vaginalis)
Tριχομονάδα
- Neisseria gonorrhoeae
- Καντιντισιακή από Candida spp
- Απλός έρπητας (Herpes simplex virus-HSV)
- Βακτηριακή κόλπωση (Bacterial vaginosis)
- Trichomonas vaginalis -τριχομονάδα
- Ureaplasma urealyticum
- Mycoplasma genitalium
Σπανιότερα λοιμώδη αίτια
- Στρεπτόκοκκοι (ομάδας Α και Β),Bacteroidesspp
- Κυτταρομεγαλοϊός (CMV)
Άλλα αίτια
- Τραυματισμοί (π.χ. από διάφραγμα, κολπικά υποθέματα)
- Φυσιολογική λευκόρροια
- Νεοπλασία, κακοήθεια
- Ατροφική κολπίτιδα
- Συστηματικές φλεγμονώδες νόσοι (νόσος Behcet)
- Αποφολιδωτική φλεγμονώδης κολπίτιδα
- Ακτινοβολία
- Κυτταρολυτική κόλπωση
- Υπερευαισθησία ή χημικός ερεθισμός από λάτεξ,
- Στρεπτοκοκκική κολπίτιδα
- Κολπικές πλύσεις ή αντισυλληπτικές κρέμες κ.ά.
- Ιοί (HSV κ.α.)
- Τραχηλικές και κολπικές βλάβες (τραχηλίτιδα, εκτρόπιο, πολύποδες, οξυτενή κονδυλώματα
- Κοκκιώδης ιστός, νεοπλασία, κυστεο- και ορθο- κολπικά συρίγγια)
- Υπερευαισθησία ή χημικός ερεθισμός από λάτεξ, τοπικά αντιμυκητιασικά , σπερμοκτόνα, σαπούνια, σπερματικό υγρό κ.α.
Επιδημιολογία
Τα λοιμώδη αίτια είναι συνηθέστερα σε εφήβους και νεαρές ενήλικες. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι περίπου 20%-50% ανά σεξουαλική πράξη. Η επίπτωση της γονοκοκκικής λοίμωξης μειώνεται σταθερά τα τελευταία έτη, ενώ η επίπτωση της γονοκοκκικής και χλαμυδιακής συλλοιμώξεως φθάνει το 15%-20%.
Κλινική εικόνα
Τα συμπτώματα είναι συνήθως μη ειδικά, και πολλές ασθενείς είναι ασυμπτωματικές (ιδιαίτερα σε χλαμυδιακές λοιμώξεις). Οι περισσότερες ασθενείς παρουσιάζονται με κολπική έκκριση ή αιμόρροια (κυρίως μετά τη συνουσία). Άλλα συχνά συμπτώματα είναι η δυσουρία ή συχνουρία (σε συνοδό ουρηθρίτιδα), η δυσπαρεύνια και, σε περίπτωση προσβολής του ανώτερου γεννητικού συστήματος (φλεγμονώδη νόσο πυέλου ή ενδομητρίτιδα), το κοιλιακό άλγος και ο πυρετός (συχνά και σε πρωτογενή ερπητική λοίμωξη).
Στη φυσική εξέταση ο τράχηλος είναι εξέρυθρος, με ή χωρίς βλεννοπυώδη έκκριση από τον ενδοτράχηλο ή στην επιφάνεια του τραχήλου. Έστω και ελαφρύς τραυματισμός της περιοχής από βαμβακοφόρο στυλεό προκαλεί αιμορραγία, λόγω ευθρυπτότητας της περιοχής. Μπορεί να παρατηρηθεί οιδηματώδες εκτρόπιο και άλγος κατά την ψηλάφηση ή κίνηση του τραχήλου (σε συνυπάρχουσα φλεγμονώδη νόσο πυέλου). Φυσαλιδώδεις βλάβες ή έλκη είναι χαρακτηριστικά ερπητικής λοίμωξης, ενώ στικτές αιμορραγίες (strawberry cervix) παραπέμπουν σε τριχομοναδική λοίμωξη. Τυχόν ανιούσα λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, σαλπιγγοωοθηκικό απόστημα ή περι-ηπατίτιδα.
Διάγνωση
Η διάγνωση είναι κλινική και βασίζεται στα δύο κύρια σημεία της βλεννοπυώδους τραχηλικής εκκρίσεως και της ευθρυπτότητας της περιοχής του ενδοτραχηλικού στομίου. Η χρώση κατά Gram αναδεικνύει πυοσφαίρια (ενδεικτικό στοιχείο βλεννοπυώδους τραχηλίτιδας από χλαμύδια ή γονόκοκκο) ή αρνητικούς κατά Gram ενδοκυττάριους διπλόκοκκους σε περίπτωση γονόρροιας. Φλεγμονώδεις βλάβες αναδεικνύονται και στο test Παπανικολάου, αλλά είναι μη ειδικές. Η θυλακιώδης τραχηλίτιδα είναι ενδεικτική, αλλά όχι παθογνωμονική για χλαμυδιακή λοίμωξη. Για τη μικροβιολογική διάγνωση χρησιμοποιούνται ενδο- τραχηλικά ή κολπικά δείγματα ή δείγματα από ούρα, με εξίσου καλά αποτελέσματα. Όλες οι ασθενείς πρέπει να ελέγχονται και να θεραπεύονται για την παρουσία βακτηριακής κολπώσεως και τριχομονάδων. Η άμεση μικροσκόπηση υγρού επιχρίσματος (wet prep) αναδεικνύει G. Vaginalis με ευαισθησία περίπου 50%. Ως εκ τούτου, γυναίκες με τραχηλίτιδα και αρνητική μικροσκόπηση για τριχομονάδες θα πρέπει να ελέγχονται περαιτέρω με καλλιέργεια ή αντιγονική μέθοδο. Μοριακές μέθοδοι όπως οι ΝΑΑΤ (Nucleic Acid Amplification Testing), χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής λοιμώξεως με πολύ καλή ευαισθησία και ειδικότητα. Η διάγνωση του Μ. genitalium απαιτεί ειδικό νοσηλευτικό κέντρο. Ανάλογα με την κλινική παρουσίαση, η ερπητική λοίμωξη επιβεβαιώνεται με ιική καλλιέργεια (ενεργές βλάβες στα γεννητικά όργανα), PCR (καλύτερη ευαισθησία), άμεσο ανοσοφθορισμό και ειδικό ορολογικό έλεγχο. Συνιστάται επίσης συμβουλευτική παρέμβαση και έλεγχος για HIV λοίμωξη.
Διαφορική διάγνωση
Η τραχηλίτιδα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από φυσιολογική λευκόρροια, κολπίτιδα, παρουσία ξένου σώματος στον κόλπο, τραχηλική εκτοπία και βακτηριακή κόλπωση. Ο lιατρός πρέπει να αναγνωρίζει συνοδό φλεγμονώδη νόσο της πυέλου ή περι- ηπατίτιδα. Επίσης , πρέπει να υποψιάζεται σεξουαλική κακοποίηση σε περιπτώσει γονοκοκκικής ή χλαμυδιακής τραχηλίτιδας σε παιδιά πριν την ήβη.
Θεραπεία
Η θεραπεία ποικίλλει ανά παθογόνο αίτιο. Εμπειρική κάλυψη μπορεί να επιλεγεί σε γυναίκες με δυσκολία στην παρακολούθηση, πρόσφατο ιστορικό χλαμυδιακής λοίμωξης ή γονόρροιας και σε ενδημικές περιοχές. Συνήθως περιλαμβάνει ταυτόχρονη χλαμυδιακή (ιδιαιτέρως σε ηλικίες μικρότερες των 25 ετών) και γονοκοκκική λοίμωξη. Η θεραπεία του συντρόφου εξαρτάται από τον διαγνωστικό έλεγχο. Γενικά, συνιστάται η αποχή από τη σεξουαλική δραστηριότητα μέχρι ολοκλήρωση της θεραπείας. Εάν αναγνωρισθούν περισσότερες της μιας λοιμώξεως, πρέπει όλες να θεραπεύονται. Εάν δεν αναγνωρισθεί παθογόνο, η θεραπευτική προσέγγιση είναι δυσκολότερη και χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος.
Δεν συνιστάται επανέλεγχος για διαπίστωση εκριζώσεως χλαμυδιακής ή γονοκοκκικής λοιμώξεως. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις με εμμένουσα συμπτωματολογία ή μη συμμόρφωση ή εγκυμοσύνη και μετά τη χορήγηση εναλλακτικού σχήματος Θεραπείας. Ο έλεγχος πραγματοποιείται 3 εβδομάδες μετά τη θεραπεία. Επανέλεγχος σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για επαναμόλυνση (όπως νεαρές σεξουαλικά ενεργές έφηβοι ή νεαρές ενήλικες) πραγματοποιείται εντός 4 μηνών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, και οπωσδήποτε εντός έτους. Τυχόν εμμένουσα τραχηλίτιδα παρά τη θεραπεία, χρήζει επιπλέον διερεύνησης και μπορεί να απαιτηθεί και επεμβατική γυναικολογική πράξη (ηλεκτροκαυτηριασμός , Laser, shallow loop ablation), αφού αποκλεισθεί κακοήθεια.
Σε μη λοιμώδη αίτια, η απομάκρυνση του αιτιολογικού παράγοντα (ξένο σώμα ή άλλη ερεθιστική ουσία, όπως κολπικά υπόθετα, πεσσοί, αποσμητικά) οδηγεί σε ίαση. Η θεραπεία δεν αλλάζει σε ασθενείς με (AIDS- HIV) συλλοίμωξη, και ελαττώνει την πιθανότητα μετάδοσης HIV στο σύντροφο.
Πρόληψη
Όλες οι σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ηλικίας κάτω των 25 ετών πρέπει κανονικά να ελέγχονται για την παρουσία χλαμυδίων στο κατώτερο γεννητικό σύστημα σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας, γενικής ιατρικής και γυναικολογικής περίθαλψης, ιδιαίτερα σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου. Δυστυχώς, και στη χώρα μας πολλοί νεαροί ενήλικοι και έφηβοι δεν χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες υγείας. Συζήτηση με την ασθενή για ασφαλέστερες σεξουαλικές πρακτικές και χρήση προφυλακτικού είναι απαραίτητη.
Όταν οι λοιμώξεις και οι φλεγμονές των έσω και έξω γεννητικών οργάνων που προκαλούν γίνονται χρόνιες, δηλαδή επιμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, επιβαρύνουν την Γυναίκα στην καθημερινότητα της, τόσο ψυχολογικά όσο και στην σεξουαλική της ζωή. Τις περισσότερες φορές δε, επιβαρύνουν και τον σύντροφο της.
Μία λοίμωξη ξέρουμε ότι επιμένει, είτε γιατί ο αιτιολογικός/οί παράγοντας/ντες δεν έχει/ουν εντοπιστεί με ακρίβεια, άρα δεν έχει αντιμετωπιστεί θεραπευτικά σωστά (υποθεραπεία) και αυτό συμβαίνει γιατί πολλές φορές έχουμε περισσότερους από έναν υπεύθυνους παράγοντες, είτε λόγω πτώσης του Ανοσοποιητικού συστήματος, ο οργανισμός δεν ανταποκρίνεται με επάρκεια. Η πιθανότητα μόνιμων βλαβών στην περιοχή αυξάνεται δραματικά. Έτσι η οποιαδήποτε αρχικά καλοήθης κατάσταση, μπορεί να αντιστραφεί, λόγω χρονιότητας της φλεγμονής.
Την τελευταία δεκαετία ωστόσο, η Ιατρική γνώση και η Ιατρική Τεχνολογία διευρύνονται συνεχώς με τις ραγδαίες εξελίξεις, τόσο στην Μοριακή Διαγνωστική (υψηλή διαγνωστική ακρίβεια) όσο και στην στοχευμένη Θεραπευτική παρέμβαση, για την πρόληψη και αντιμετώπιση και των χλαμυδιακών λοιμώξεων.
Οι Γυναίκες οι οποίες αντιλαμβάνονται ότι στην περιοχή των γεννητικών οργάνων τους υπάρχουν συμπτώματα όπως, αλλοιώσεις ή παράξενα σημάδια στο δέρμα, κνησμός, δύσοσμα υγρά ή ερυθρότητα, θα πρέπει να απευθύνονται άμεσα σε Ιατρό Γυναικολόγο.
Στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου και σωστά δομημένου Γυναικολογικού Ιατρείου, θα πρέπει να διενεργούνται, εξειδικευμένες και πλήρεις Καλλιέργειες κολπικών, εξωτραχηλικών και ενδοτραχηλικών επιχρισμάτων, Μοριακοί και Πυρηνικοί έλεγχοι (PCR) και ειδικές εξετάσεις σε σχέση με την συνολικότερη κατάσταση του οργανισμού (τύπου Bio 4h), κατά την κρίση του Γυναικολόγου. Επιπλέον θα πρέπει να διενεργείται Μοριακή Διαγνωστική, ενώ με την ταυτόχρονη χρήση της πλέον υψηλής Ιατρικής Απεικονιστικής Τεχνολογίας στον τομέα της κολποσκόπησης, αυτήν της Ψηφιακής Κολποσκόπησης DYSIS, απεικονίζονται, καταγράφονται και ανιχνεύονται όλες οι πιθανές βλάβες, αλλοιώσεις, άρχουσες και μη, στον τράχηλο της μήτρας και τον κόλπο, από την πρώτη κιόλας επίσκεψη.
Η διάγνωση βάσει των εξειδικευμένων εξετάσεων αλλά και η Ιατρική Τεχνολογία του Ψηφιακού Κολποσκοπίου, βοηθούν τον θεράποντα Ιατρό, στο να εντοπίσει αλλά και να θεραπεύσει στοχευμένα και οριστικά, την οποιαδήποτε λοίμωξη στην περιοχή των έσω και έξω γεννητικών οργάνων, ξεκάθαρα και αντικειμενικά. Επιπλέον να καλύψει θεραπευτικά την ασθενή και το σύντροφό της, για οποιαδήποτε περίπτωση πιθανής υποτροπής ή βλάβης στο μέλλον, δίνοντας οριστική λύση.
Η στρατηγική της ανωτέρω Θεραπευτικής προσέγγισης είναι διττή. Αφενός έχουμε την ικανότητα για στοχευμένη θεραπεία στον ή στους παράγοντες που προκάλεσαν την λοίμωξη και αφετέρου καλύπτουμε την ασθενή, έτσι ώστε να μην υποτροπιάσει ποτέ ξανά.
Για να είστε πάντα καλά.
Dr. Κυριάκος Τίγκας, M.D.
Χειρουργός Γυναικολόγος – Μαιευτήρας
Εξειδίκευση σε : Λειτουργική, Προληπτική, Αντιγηραντική Ιατρική,
Ορμονική Αποκατάσταση γυναικών με Βιομιμητικές Ορμόνες,
Χειρουργική Γυναικολογική Ογκολογία, Χειρουργική Μαστού