Ινομυώματα: παράγοντες κινδύνου και επιπτώσεις
Ινομυώματα μήτρας
Τα ινομυώματα ή «λειομυώματα» αποτελούν καλοήθεις όγκους που αναπτύσσονται στο τοίχωμα της μήτρας από τις λείες μυϊκές της ίνες. Προέρχονται από κύτταρα του μυομητρίου και κατά το σχηματισμό τους προκαλούν απώθηση των περιβαλλόντων ιστών. Το σχήμα, το μέγεθος και η τοποθεσία τους ποικίλλουν.
Τα ινομυώματα εχουν συχνότητα εμφάνισης περίπου 20-40% των γυναικών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.Το γεγονός ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης ινομυωμάτων σε αυτές τις ηλικίες προξενεί, πολλές φορές, προβλήματα σε γυναίκες που επιθυμούν να μείνουν έγκυες.
Συμπτώματα Ινομυωμάτων
Η πλειοψηφία των ινομυωμάτων δεν προκαλεί συμπτώματα στις γυναίκες. Προβλήματα αρχίζουν να παρουσιάζονται, παρά μόνο όταν αυξηθεί αρκετά το μέγεθος του ινομυώματος ή η θέση στην οποία εντοπίζεται προκαλεί διαταραχές στη λειτουργικότητα της μήτρας. Τα βασικότερα συμπτώματα που εκδηλώνουν περίπου μία στις δύο γυναίκες με ινομυώματα περιλαμβάνουν τα εξής:
- Πόνο στην πύελο ή στην πλάτη
- Βαριές περιόδους (με αυξημένη ποσότητα αίματος)
- Δυσκοιλιότητα
- Ενοχλήσεις στο ουροποιητικό σύστημα
- Επιπλοκές στην εγκυμοσύνη και περίπου στο 5-10% των περιπτώσεων ακόμη και υπογονιμότητα
Παράγοντες κινδύνου
Τα αίτια ανάπτυξης των ινομυωμάτων δεν έχουν πλήρως διευκρινιστεί, παρόλο που στις μέρες μας έχουμε ενδείξεις ότι ενδέχεται να ευθύνεται κάποιο είδος μετάλλαξης ενός μεμονωμένου μυϊκού κυττάρου του ιστού της μήτρας. Επιπλέον, έχουν εντοπιστεί ορισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες που μπορεί να ευνοήσουν την εμφάνιση των ινομυωμάτων.
Λόγου χάρη, η εθνικότητα παίζει ρόλο. Τα ινομυώματα αναπτύσσονται με μεγαλύτερη συχνότητα στις γυναίκες της μαύρης φυλής. Παράλληλα, έχει υποστηριχθεί ότι τα ινομυώματα έχουν γενετικό υπόβαθρο. Γυναίκες που έχουν πρώτου βαθμού συγγενείς με ινομυώματα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν κι οι ίδιες.
Επιπρόσθετα, η κατάσταση του ορμονικού συστήματος της γυναίκας μπορεί να ενισχύσει ή να αποτρέψει τον κίνδυνο ανάπτυξης ινομυωμάτων. Η πρόωρη εμμηναρχή, λόγου χάρη, αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης ινομυωμάτων, ενώ η καθυστερημένη εμμηναρχή συνήθως δρα προστατευτικά. Επίσης, ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ), καθώς κι η αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος αποτελούν επιπλέον παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης ινομυωμάτων.
Παράλληλα, τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων μπορούν να προάγουν την ανάπτυξη των ινομυωμάτων. Αυτό τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι τη χρονική περίοδο της εγκυμοσύνης, λόγω της ραγδαίας αύξησης των επιπέδων των οιστρογόνων και της υψηλής αιμάτωσης της μήτρας, μπορεί να αναπτυχθούν ινομυώματα στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου ή να μεγαλώσουν σε μέγεθος ήδη προϋπάρχοντα.
Σε γυναίκες, επίσης, που υποβάλλονται σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ομοίως, ενδέχεται να διογκωθούν τα ινομυώματα, ενώ στην εμμηνόπαυση, χρονική φάση κατά την οποία μειώνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων, παρατηρείται υποστροφή των ινομυωμάτων. Βέβαια, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα αυξημένα επίπεδα οιστρογόνων δεν αποτελούν αιτιολογικό παράγοντα ανάπτυξης ινομυωμάτων.
Ενδεχόμενες επιπτώσεις ινομυωμάτων
Συνήθως, δεν προκαλούνται προβλήματα στη σύλληψη ή την εγκυμοσύνη, εξαιτίας των ινομυωμάτων. Βέβαια, δεν αποκλείεται να παρατηρηθούν δυσχέρειες στη σύλληψη, διότι τα ινομυώματα, πολλές φορές, ενδέχεται να παραμορφώσουν την ενδομητρική κοιλότητα, να περιορίσουν την αιμάτωση του ενδομητρίου ή και να προκαλέσουν πιεστικά φαινόμενα.
Ταυτόχρονα, όσον αφορά στην εγκυμοσύνη, οι πιθανές επιπτώσεις που ενδέχεται να προκληθούν λόγω των ινομυωμάτων είναι οι διαταραχές στην ανάπτυξη του εμβρύου ή η παλινδρόμηση του εμβρύου. Ο πρόωρος τοκετός μπορεί να αποτελέσει ένα επιπλέον επακόλουθο. Μάλιστα, τα ινομυώματα ενδέχεται να καταλήξουν σε ερυθρά ή άσηπτη εκφύλιση σε περίπτωση που δεν υπάρξει η αναγκαία παροχή αίματος. Πρόκειται για μία κατάσταση που προκαλεί πόνους στην πύελο της γυναίκας.
Κατά κύριο λόγο, τα ινομυώματα αποτελούν καλοήθεις όγκους και δεν εξαλλάσσονται σε κακοήθειες. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο εμφάνισης λειομυοσαρκώματος, μιας σπάνιας μορφής καρκίνου προερχόμενης από το μυομήτριο. Κυρίως, οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να παρουσιάσουν κακοήθεια της μήτρας. Παράλληλα, η ταχεία αύξηση του μεγέθους των ινομυωμάτων χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και ενδελεχούς διερεύνησης. Κατά την περίοδο της κύησης, η γρήγορη διόγκωση ενός ινομυώματος μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική λόγω των αυξημένων οιστρογόνων. Δε συμβαίνει, όμως, το ίδιο στην εμμηνόπαυση, διότι τη χρονική αυτή φάση στη ζωή της γυναίκας, τα ινομυώματα έχουν τάση συρρίκνωσης, εξαιτίας της πτώσης των οιστρογόνων. Συνεπώς, η ταχεία αύξηση του μεγέθους ενός ινομυώματος στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και καθιστά επιτακτική την ανάγκη ιατρικής γνωμάτευσης.
Κριτήρια αφαίρεσης ινομυωμάτων
Οι μέθοδοι αντιμετώπισης των ινομυωμάτων θα πρέπει να εξατομικεύονται από τον εκάστοτε γυναικολόγο βάσει του μεγέθους τους, της θέσης τους και του ρυθμού με τον οποίο αναπτύσσονται. Επιπλέον, υπάρχουν κι άλλες παράμετροι που χρειάζεται να αξιολογηθούν για την αφαίρεση ή μη των ινομυωμάτων, οι οποίες σχετίζονται με τα συμπτώματα που αυτά προκαλούν, την επιθυμία τεκνοποίησης και την ηλικία της γυναίκας.
Τα ινομυώματα χρήζουν άμεσης αφαίρεσης, σε περιπτώσεις που περιορίζουν τη γονιμότητα ή θέτουν σε κίνδυνο μία μελλοντική εγκυμοσύνη. Επίσης, η εκτομή των ινομυωμάτων κρίνεται απαραίτητη, όταν προκαλούνται συμπτώματα, όπως πόνος ή/ και αιμορραγία, ή όταν επηρεάζονται παρακείμενα όργανα. Ταυτόχρονα, τυχόν υποψία κακοήθειας καθιστά επιτακτική την ανάγκη αφαίρεσης των ινομυωμάτων. Αν δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, προτείνεται τακτική παρακολούθηση της υγείας της ασθενούς.
Το είδος της επέμβασης που θα πραγματοποιηθεί, αν κριθεί απαραίτητο, καθορίζεται από το μέγεθος των ινομυωμάτων, από τον αριθμό τους και από το σημείο όπου εντοπίζονται. Το καλό, πλέον, είναι ότι χάρη στην εξέλιξη της ενδοσκοπικής χειρουργικής, έχουμε στη διάθεση μας λιγότερο επεμβατικές επιλογές.
Οι συνηθέστερες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται, όταν τα ινομυώματα έχουν μειωμένο μέγεθος, είναι η Λαπαροσκόπηση και η Υστεροσκόπηση και πρόκειται για μεθόδους που παρέχουν καλύτερη ανάρρωση στην ασθενή, ενώ ταυτόχρονα δεν περιορίζουν την αναπαραγωγική της ικανότητα. Παράλληλα, η ασθενής έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στις καθημερινές της δραστηριότητες εντός των επόμενων 1-4 ημερών από την ημέρα της επέμβασης.
Λαπαροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων
Η λαπαροσκόπηση πραγματοποιείται πάντα υπό γενική αναισθησία όπου επιτυγχάνεται η αφαίρεση των ινομυωμάτων με μικρές τομές στην επιφάνεια της μήτρας. Η διάρκεια της λαπαροσκόπησης κυμαίνεται από μιάμιση έως τεσσερισήμισι ώρες. Το μεγάλο της πλεονέκτημα έγκειται στο γεγονός ότι η ασθενής μπορεί να φύγει ακόμα και το ίδιο απόγευμα ενώ ο μετεγχειριτικός πόνος είναι στα ελάχιστα επίπεδα.
Υστεροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων
Υστεροσκόπησηπραγματοποιείται για την αφαίρεση ινομυωμάτων που εντοπίζονται μέσα στην κοιλότητα της μήτρας και η συγκεκριμένη επεμβατική μέθοδος απαιτεί πιο ήπια προετοιμασία της ασθενούς και μπορεί να διαρκέσει από 15-60 λεπτά. Το ινομύωμα αφαιρείται από τη ρίζα του. Κατόπιν, κόβεται σε μικρά κομμάτια, ώστε να εξαχθεί, και αποστέλλεται για ιστολογική εξέταση.
Σε γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και εμφανίζουν μικρού μεγέθους ινομυώματα, πραγματοποιείται η ίδια ακριβώς διαδικασία με τη διαφορά ότι το υστεροσκόπιο που χρησιμοποιείται έχει μικρότερηδιάμετρο. Μετά την Υστεροσκόπηση, η ασθενής μπορεί να φύγει το ίδιο απόγευμα.
Για να είστε πάντα καλά.
Dr. Κυριάκος Τίγκας, M.D.
Χειρουργός Γυναικολόγος – Μαιευτήρας
Εξειδίκευση σε : Λειτουργική, Προληπτική, Αντιγηραντική Ιατρική,
Ορμονική Αποκατάσταση γυναικών με Βιομιμητικές Ορμόνες,
Χειρουργική Γυναικολογική Ογκολογία, Χειρουργική Μαστού
Πηγές – Βιβλιογραφία
- “Uterine fibroids fact sheet”. Office on Women’s Health. January 15, 2015.
- Ferri, Fred F. (2010). Ferri’s differential diagnosis : a practical guide to the differential diagnosis of symptoms, signs, and clinical disorders (2nd ed.). Philadelphia, PA: Elsevier/Mosby. p. Chapter U.
- “Uterine Fibroids | Fibroids | MedlinePlus”.
- Kashani, BN; Centini, G; Morelli, SS; Weiss, G; Petraglia, F (July 2016). “Role of Medical Management for Uterine Leiomyomas”. Best Practice & Research. Clinical Obstetrics & Gynaecology. 34: 85–103.
- Moroni, Rafael Mendes; Vieira, Carolina Sales; Ferriani, Rui Alberto; dos Reis, Rosana Maria; Nogueira, Antonio Alberto; Brito, Luiz Gustavo Oliveira (2015). “Presentation and treatment of uterine leiomyoma in adolescence: a systematic review”. BMC Women’s Health. 15 (1): 4.
- Metwally, Mostafa; Li, Tin-Chiu (2015). Reproductive Surgery in Assisted Conception. p. 107.
- “Uterine fibroids fact sheet”. womenshealth.gov. 2016-12-15.
- Younas, Kinza; Hadoura, Essam; Majoko, Franz; Bunkheila, Adnan (January 2016). “A review of evidence-based management of uterine fibroids”. The Obstetrician &Gynaecologist. 18 (1): 33–42.
- Tolvanen J, Uimari O, Ryynänen M, Aaltonen LA, Vahteristo P (2012). “Strong family history of uterine leiomyomatosis warrants fumaratehydratase mutation screening”. Human Reproduction. 27 (6): 1865–9.
- Toro JR, et al. (2003). “Mutations in the fumaratehydratase gene cause hereditary leiomyomatosis and renal cell cancer in families in North America”. Am J Hum Genet. 73 (1): 95–106.