Πρόωρη Εμμηνόπαυση: πού μπορεί να οφείλεται;
Πρόωρη εμμηνόπαυση
Ως εμμηνόπαυση ορίζεται η χρονική φάση στη ζωή της γυναίκας που σηματοδοτεί την οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως και αποτελεί μία φυσιολογική διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα κατά μέσο όρομετά την ηλικία των 45 ετών. Εντούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η γυναίκα διανύει την περίοδο της εμμηνόπαυσης ακόμη και πριν από την ηλικία των 40 ετών. Αυτού του είδους η εμμηνόπαυση ονομάζεται πρόωρη ή πρώιμη και ταλανίζει περίπου 1 στις 100 γυναίκες.
Η πρόωρη εμμηνόπαυση (ή πρόωρη ωοθικική ανεπάρκεια) δε σχετίζεται με την ηλικία έναρξης της περιόδου και δεν εξαρτάται από το πόσες φορές έχει γεννήσει μία γυναίκα, κατά τη διάρκεια της ζωής της. Πρόκειται για ένα ζήτημα πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Λόγου χάρη, η γενετική προδιάθεση και ορισμένες υποκείμενες καταστάσεις υγείας ενοχοποιούνται σε μεγάλο βαθμό για την πρωιμότητα της εμμηνόπαυσης. Επιπλέον, πρόωρη εμμηνόπαυση μπορεί να εμφανιστεί ως απόρροια ιατρικών παρεμβάσεων, όπως η χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών, οι χημειοθεραπείες ή οι θεραπείες με ακτινοβολία.
Αιτιολογικοί παράγοντες Πρόωρης Εμμηνόπαυσης
Συχνά υπάρχει ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης στην οικογένεια (μητέρα και αδελφές), χωρίς να εντοπίζεται κάποια συγκεκριμένη αιτία. Σε αυτές τις περιπτώσεις ίσως παρατηρείται κάποια γενετική ΄΄εντολή’’η οποίαμειώνει το συνολικό αριθμό ωοθυλακίων που υπάρχουν στις ωοθήκες ή αυξάνει το ρυθμό με τον οποίο αυτά καταστρέφονται από τον οργανισμό.Βέβαια, πέραν της κληρονομικότητας, οι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε πρώιμη εμμηνόπαυση ποικίλλουν.
Μία σοβαρή πυελική φλεγμονή, η οποία προκαλείται από ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, όπως τα χλαμύδια και η γονόρροια, μπορεί να προκαλέσει ως επίπτωση την παρουσία πρόωρης εμμηνόπαυσης στις γυναίκες. Επιπλέον, οι επανειλημμένες εγχειρήσεις των ωοθηκών, είτε για την αφαίρεση κύστεων είτε για την εκτομή της ίδιας της ωοθήκης, προκαλεί άμεσα τη διακοπή της περιόδου στις γυναίκες. Μια χειρουργική επέμβαση η οποία οδηγεί σε, ιατρογενή, πρόωρη εμμηνόπαυση είναι η ολική υστερεκτομή με τα εξαρτήματα (ωοθήκες και σάλπιγγες).
Εν γένει, έπειτα από την αφαίρεση των ωοθηκών, είτε αφαιρεθούν μόνο αυτές είτε μαζί με τη μήτρα και τον τράχηλο, η γυναίκα εισέρχεται στην εμμηνόπαυση, δίχως να προηγηθούν μεταβατικές φάσεις.Κι αυτό συμβαίνει, διότι, με αυτόν τον τρόπο, πληρούται η πρωταρχική αιτία που οδηγεί στην εμμηνόπαυση, η ορμονική, δηλαδή, ανεπάρκεια, εφόσον, πλέον, δεν υπάρχουν ωοθήκες στις οποίες συμβαίνει παραγωγή των ορμονών.
Σε άλλες περιπτώσεις, η πρώιμη εμμηνόπαυση μπορεί να είναι αποτέλεσμα θεραπειών στις οποίες είχε υποβληθεί κατά το παρελθόν η γυναίκα, όπως η ακτινοβολία στην περιοχή της πυέλου και η χημειοθεραπεία, καθώς αυτού του είδους οι επεμβάσεις διαταράσσουν τη λειτουργία των ωοθηκών και μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή τους. Κι αυτό, γιατί οι ωοθήκες χαρακτηρίζονται ως ακτινοευαίσθητα όργανα. Ακόμα και ορισμένα χημειοθεραπευτικά φάρμακα, όπως αυτά που χορηγούνται για την καταπολέμηση του καρκίνου του μαστού (Tamoxifen),προκαλούν διακοπή της περιόδου.
Παράλληλα, σε ορισμένες γυναίκες δίδονται φαρμακευτικά σκευάσματα, προκειμένου να ελαττωθεί το μέγεθος των ινομυωμάτων. Πρόκειται για φάρμακα που προκαλούν άμεση εμμηνόπαυση, διότι ο στόχος των θεραπευτικών αυτών σκευασμάτων έγκειται στη δραματική πτώση των επιπέδων των οιστρογόνων, καθώς αυτά ευνοούν τη διόγκωση του μεγέθους των ινομυωμάτων.
Επιπλέον, εμπλέκονται και τα αυτοάνοσα νοσήματα στην πρωιμότητα της εμμηνόπαυσης, λόγου χάρη ο Ερυθηματώδης Λύκος. Πρόκειται για μία κατηγορία νοσημάτων όπου ουσιαστικά ο οργανισμός παράγει αντισώματα τα οποία στρέφονται εναντίον των κυττάρων, των ιστών και των οργάνων του και συνεπώς δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να πληγούν κι οι ωοθήκες από αυτήν την επίθεση.
Άλλοι λόγοι που ενοχοποιούνται για την πρόωρη διακοπή της περιόδου είναι το κάπνισμα, η επιληψία, η ελλιπής σωματική δραστηριότητα, η παχυσαρκία και διάφορες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Turner.
Εν κατακλείδι, καθίσταται αντιληπτό ότι οι αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν σε πρώιμη εμμηνόπαυση είναι πολλαπλές και διαφορετικές μεταξύ τους. Εμπλέκονται παράμετροι, όπως ανωμαλίες ορμονικών υποδοχέων, ανεπάρκειες ενζύμων, ανωμαλίες στο χρωμόσωμα Χ, ιογενείς και ιατρογενείς παράγοντες, η αυτοανοσίακαθώς και ορισμένα σπάνια σύνδρομα.
Ενδεχόμενες επιπτώσεις πρόωρης εμμηνόπαυσης
Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα πολυδιάστατο πρόβλημα που επηρεάζει ποικιλοτρόπως τις γυναίκες στις οποίες εκδηλώνεται. Το να βρεθεί μία γυναίκα σε τόσο μικρή ηλικία σε εμμηνόπαυση αποτελεί μία δυσάρεστη κατάσταση, καθώς ενισχύεται σημαντικά ο κίνδυνος εμφάνισης δυσμενών επιπτώσεων. Οι γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση παρουσιάζουν επακριβώς όλα τα συμπτώματα που εκδηλώνονται κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης και φυσικά χρήζουν πλήρους και πολυεπίπεδης υποστήριξης.
Συγκριτικά με εκείνες στις οποίες η εμμηνόπαυση παρουσιάζεται σε μεγαλύτερη ηλικία, οι γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση στερούνται της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνωνεπί αρκετά έτη, με αποτέλεσμα να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση. Παραδείγματος χάριν, αυξάνεται η πιθανότητα πρόκλησης οστεοπόρωσης. Όσο ταχύτερα επέρχεται η διακοπή της περιόδου, τόσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος εκδήλωσης της, εξαιτίας των ελλιπών επιπέδων οιστρογόνων. Ταυτόχρονα, τα οιστρογόνα δρουν προστατευτικά έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων. Συνεπώς, οι γυναίκες με πρώιμη εμμηνόπαυση καθίστανται περισσότερο ευάλωτες στην ανάπτυξη τέτοιου είδους προβλημάτων. Παράλληλα, η πρόωρη εμμηνόπαυση επιδρά καταλυτικά στη γονιμότητα των γυναικών.
Μέθοδοι διάγνωσης για την Πρόωρη Εμμηνόπαυση
Καταρχάς, το πρώτο που θα χρειαστεί να διενεργηθεί, προκειμένου να διαγνωσθεί αν η γυναίκα εμφανίζει πρόωρη εμμηνόπαυση, είναι μία γυναικολογική εξέταση κι ένα διακολπικό υπερηχογράφημα. Ταυτόχρονα, μέσω της απεικόνισης των ωοθηκών παρέχονται πληροφορίες όσον αφορά στη λειτουργική τους κατάσταση.
Στην επιτυχή και άμεση έκβαση της διάγνωσης συμβάλλει η μέτρηση της ΑΜΗ, μίας ορμόνης που παράγεται από τα ωάρια, τα οποία εδράζονται στις ωοθήκες. Μειωμένος αριθμός ωαρίων φέρει ως αποτέλεσμα τη φθίνουσα πορεία των επιπέδων της ΑΜΗ. Συνεπώς, η μέτρηση της αποτελεί δείκτη αποθέματος ωαρίων στις ωοθήκες.
Επιπλέον, καθοριστική σημασία στην επιτυχία της διάγνωσης έχει ο υπολογισμός των επιπέδων της ορμόνης FSH, η οποία συμβάλλει στην παραγωγή ωοθυλακίων στις ωοθήκες. Όταν τα αποθέματα των ωαρίων έχουν μειωθεί ή εξαντληθεί, ακολούθως φθίνει κι η παραγωγή των οιστρογόνων, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές της FSH. Τα υψηλά επίπεδα FSHαποτελούν τον πιο αξιόπιστο δείκτη, ο οποίος υποδηλώνει πρόωρη εμμηνόπαυση.
Παράλληλα, στα πλαίσια της διερεύνησης, είναι σημαντικό να αποκλειστούν υποκείμενες παθήσεις, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν ανισορροπίες στον έμμηνο κύκλο, όπως οι διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα και τα αυξημένα επίπεδα προλακτίνης στο αίμα.Ταυτόχρονα, είναι ζωτικής σημασίας η λήψη λεπτομερούς οικογενειακού ιστορικού, καθώς κορίτσια που έχουν συγγενή πρώτου βαθμού με πρώιμη εμμηνόπαυση διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Ακόμη, εξίσου σημαντικό είναι και το ατομικό ιστορικό, καθώς μπορεί να εμπλέκονται αυτοάνοσες ασθένειες, προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις, ακτινοθεραπείες ή χημειοθεραπείες.
Κατόπιν της οριστικοποίησης της διάγνωσης, η γυναίκα θα χρειαστεί να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις, όπως είναι ο έλεγχος επινεφριδικώναντισωμάτων και ο καρυότυπος, μέσω του οποίου ανιχνεύονται τυχόν χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Θεραπευτική αντιμετώπιση της Πρόωρης Εμμηνόπαυσης
Οι δυσμενείς επιπτώσεις που ενδέχεται να προκληθούνστο καρδιαγγειακό σύστημα και στα οστά, εξαιτίας της παρατεταμένης ανεπάρκειας των οιστρογόνων, επιβάλλουν την εφαρμογή άμεσης θεραπευτικής αποκατάστασης του ορμονικού συστήματος των γυναικών με Φυσικές «Βιομιμητικές» ορμόνες.
Οι συγκεκριμένες θεραπευτικές πρακτικές συμβάλλουν στην πρόληψη και αντιμετώπιση των σχετιζόμενων με την εμμηνόπαυση συμπτωμάτων και ασθενειών, αλλά και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής της γυναίκας με ταυτόχρονη διατήρηση της σωματικής και ψυχικήςτης υγείας.
Για να είστε πάντα καλά.
Dr. Κυριάκος Τίγκας, M.D.
Χειρουργός Γυναικολόγος – Μαιευτήρας
Εξειδίκευση σε : Λειτουργική, Προληπτική, Αντιγηραντική Ιατρική,
Ορμονική Αποκατάσταση γυναικών με Βιομιμητικές Ορμόνες,
Χειρουργική Γυναικολογική Ογκολογία, Χειρουργική Μαστού
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Laughlin D, Thorney Croft IH. Amenorrhea. In: DeCherney AH, Nathan L, editors. Current obstetric and gynecologic diagnosis and treatment. 9th edition. New York: McGraw Hill Companies; 2003. pp. 991–1000.
- Jewelwicz R, Schwartz M. Premature ovarian failure. Bull N Y Acad Med. 1986;62:219–36.
- Padubidri VG, Daftary SN, editors. Shaw’s Textbook of Gynecology. 13th edition. New Delhi: Elsevier; 2004. Menopause, premature menopause and post menopausal bleeding; pp. 56–67.
- Ikeme ACC, Okeke TC, Akogu SPO, Chinwuba N. Knowledge and perception of menopause and climacteric symptoms among a population of women in Enugu, South East, Nigeria. Ann Med Health Sci Res. 2011;1:31–6.
- Coulam CB, Adamson SC, Annegers JF. Incidence of premature ovarian failure. Obstet Gynecol. 1986;67:604–6.
- Menopause Practice: A Clinician’s Guide. 3rd ed. Cleveland, OH: North American Menopause Society; 2007. North American Menopause Society.
- Nelson LM. Clinical practice. Primary ovarian insufficiency. N Engl J Med. 2009;360:606–14.
- Russell P, Bannatyne P, Shearman RP, Fraser I, Corbertt P. Premature hyper-gonadotropic ovarian failure. Clinico-pathological study of 19 cases. Int J GynecolPathol. 1982;1:185–201.
- Mashchak CA, Kletzky OA, Davajan V, Mishell DR., Jr Clinical and Laboratory evaluation of patients with primary amenorrhea. Obstet Gynecol. 1981;57:715–21.
- Baber R, Abdalla H, Studd F. The premature menopause. In: Studd J, editor. Progress in Obstetrics and Gynecology. 9. Edinburgh: Churchill Livingstone; 1991. pp. 209–26.